-
1 κυκλική
-
2 κυκλικῇ
-
3 κυκλική
κυκλικόςcircular: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 κυκλικός
κυκλικός, kreisförmig, kreisrund, κίνησις Plut. plac. phil. 2, 7, u. a. Sp. – Οἱ κυκλικοί heißen die Mythen vom Ursprunge der Welt bis auf den Telegonus, den Sohn des Odysseus, im Zusammenhange behandelten u. darstellten, Procl. Chrestom. Vgl. κύκλος. Oft in den Schol. Il., z. B. ἱστορία παρὰ τοῖς κυκλικοῖς, 19, 326; κυκλικὴ Θηβαΐς, die zum Cyclus gehörige Thebais, Ath. XI, 465 f. – Aber ἐχϑαίρω τὸ ποίημα τὸ κυκλικόν ist ein Gedicht von gewöhnlicher Art, mit einem oft behandelten Stoffe, Callim. 1 (XII, 43). – Ἡ κυκλική, Schol. Od. 16, 195. 17, 25, entweder die in den Cyclus aufgenommene, oder die gewöhnliche Ausgabe, vulgata. – Κυκλικῶς, nach gemeinem, vulgärem Ausdrucke, Schol. Il. 6, 325; κυκλικώτερον δὲ κατακέχρηται τῷ στίχῳ ib. 9, 222; aber bei Arist. coel. 1, 5 = kreisförmig. – Οἱ κυκλικοὶ αὐληταί, = κύκλιοι, Luc. salt. 2; χορός, s. κύκλιος.
-
5 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
6 шлифование
η λείανσηη στίλβωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шлифование
-
7 κυκλικός
-
8 цикличность
-и θ.κυκλική μορφή•цикличность движения η κυκλική μορφή κίνησης.
-
9 циклование
-я ουδ.κυκλική εργασία•циклование добычи каменного угля η κυκλική εξόρυξη πετροκάρβουνου.
-
10 κυκλικός
κυκλικός, kreisförmig, kreisrund. Οἱ κυκλικοί heißen die Mythen vom Ursprunge der Welt bis auf den Telegonus, den Sohn des Odysseus, im Zusammenhange behandelten u. darstellten; κυκλικὴ Θηβαΐς, die zum Cyclus gehörige Thebais. Aber ἐχϑαίρω τὸ ποίημα τὸ κυκλικόν ist ein Gedicht von gewöhnlicher Art, mit einem oft behandelten Stoffe. Ἡ κυκλική, entweder die in den Cyclus aufgenommene, oder die gewöhnliche Ausgabe, vulgata. Κυκλικῶς, nach gemeinem, vulgärem Ausdrucke -
11 антенна
η κεραίαтелевизионная - της τηλεόρασης, τηλεοπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антенна
-
12 выточка
1. (вокруг цилиндрической детали) η κυκλική εσοχή 2. (канавка) η εγκο-πή, η αύλακα 3. (подрез) η εγκοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выточка
-
13 граф
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граф
-
14 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
15 дорога
ο δρόμος, η οδόςканатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρίαобъездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορίαскоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδόςшоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога
-
16 источник
η πηγ/ή- питания аварийный - τροφοδοσίας/πα-ροχής ρεύματος ανάγκηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > источник
-
17 нагружение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагружение
-
18 напильник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напильник
-
19 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
20 обапол
(дер.-об) το σανίδι με κυκλική πλευρά, горбыльный - με απριόνιστη/πριο-νισμένη κάτω του μισού πλευράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обапол
См. также в других словарях:
κυκλικῇ — κυκλικός circular fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλική — κυκλικός circular fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιθυλενοδιαμίνη ή πιπεραζίνη — Κυκλική ένωση του τύπου C4H10N2. Είναι ασθενής δισόξινη βάση, με μορφή άχρωμου κρυσταλλικού υγρού, ευδιάλυτου στο νερό αλλά και σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στη χημική βιομηχανία για την παρασκευή εντομοκτόνων και ως… … Dictionary of Greek
ινοσιτόλη — Κυκλική εξατομική αλκοόλη, που γενικά κατατάσσεται στους υδρογονάνθρακες. Αν και αρχικά είχε χαρακτηριστεί ως βιταμίνη, σήμερα γνωρίζουμε ότι πρόκειται για έναν πρόδρομο φωσφολιπιδίων, που λειτουργεί στο κύτταρο ως δεύτερος μηνύτορας στα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
κυκλικός — Ο στρογγυλός, εκείνος που έχει σχήμα κύκλου. (Ιατρ.) Ασθένεια που εμφανίζει διαδοχικά και με κανονικό τρόπο τις εκδηλώσεις της. Με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της μπορούν να προβλεφθούν αυτά που θα επακολουθήσουν. (Μουσ.) Όρος που… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek